- ἀνδράγρια
- ἀνδρ - άγρια (ἀνήρ, ἄγρη): spoils taken from men, spoils of arms, Il. 14.509†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ανδράγρια — ἀνδράγρια, τα (Α) τα λάφυρα από σκοτωμένο εχθρό και κυρίως η πανοπλία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + αγρια, πληθ. του αγριον < άγρα «κυνήγι»] … Dictionary of Greek
ἀνδράγρια — spoils of a slain enemy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδράγρι' — ἀνδράγρια , ἀνδράγρια spoils of a slain enemy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
βοάγριον — βοάγριον, το (Α) ασπίδα από δέρμα άγριου ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + άγριον < άγρα «κυνήγι, θήραμα» (πρβλ. ανδράγρια, τα). Η ετυμολόγηση < βους άγριος δεν φαίνεται πειστική] … Dictionary of Greek